- αδηλητηρίαστος;
- η , ο [ος , ον ] прям. , перен. неотравленный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αδηλητηρίαστος — η, ο [δηλητηριάζω] 1. αυτός που δεν δηλητηριάστηκε, ο αφαρμάκωτος 2. που δεν έχει υποστεί ηθική βλάβη, ο ηθικά άφθαρτος … Dictionary of Greek
αδηλητηρίαστος — η, ο αυτός που δε δηλητηριάστηκε, δε φαρμακώθηκε (κυριολ. και μτφ.): Για να εξοντώσει τα ποντίκια στο υπόγειο δεν άφησε αδηλητηρίαστο κανένα φαγώσιμο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)